- εὐεπίψογος
- εὐεπί-ψογος, ον,A open to censure,
διὰ γυναῖκα Heph.Astr.1.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διὰ γυναῖκα Heph.Astr.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευεπίψογος — εὐεπίψογος, ον (Α) αυτός που δίνει εύκολα αφορμή για κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ψογος «άξιος να κατηγορηθεί» < επί + ψόγος (< ψέγω)] … Dictionary of Greek
εὐεπίψογος — open to censure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)